- τριηραρχίαι
- τριηραρχίαcommand of a triremefem nom/voc plτριηραρχίᾱͅ , τριηραρχίαcommand of a triremefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριηραρχίᾳ — τριηραρχίαι , τριηραρχία command of a trireme fem nom/voc pl τριηραρχίᾱͅ , τριηραρχία command of a trireme fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχαγία — λοχαγία, ἡ (Α) [λοχαγός] το αξίωμα, το λειτούργημα, η θέση τού λοχαγού («κατὰ μέρος δὲ αἱ ὑπὸ ταύτας τριηραρχίαι καὶ λοχαγίαι καὶ φυλαρχίαι καὶ ὅσα τούτων μόρια», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek